- ἐνσκεδασθείς
- ἐν-σκεδάννυμιscatteraor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενσκεδάννυμι — ἐνσκεδάννυμι και ἐνσκεδάζω (Α) [σκεδάννυμι] διασκορπίζω («ἐνσκεδασθεὶς τῷ ἀέρι») … Dictionary of Greek